1 ασπειστος
(ἄ. καὴ ἄμικτος Dem.; πόλεμος Plut., Sext.)
Древнегреческо-русский словарь > ασπειστος
2 ανιδρυτος
(δρόμοι Eur.; ἄοικος καὴ ἀ. Plut.)
(ἄσπειστος καὴ ἀ. Dem.)
Древнегреческо-русский словарь > ανιδρυτος